φθινοπωρινός — autumnal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινός — ή, ό / φθινοπωρινός, ή, όν, ΝΑ [φθινόπωρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθινόπωρο 2. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά την παραπάνω εποχή (α. «φθινοπωρινά φρούτα» β. «ἰσημερία ἡ φθινοπωρινή», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που χρησιμοποιείται … Dictionary of Greek
φθινοπωρινά — φθινοπωρινός autumnal neut nom/voc/acc pl φθινοπωρινά̱ , φθινοπωρινός autumnal fem nom/voc/acc dual φθινοπωρινά̱ , φθινοπωρινός autumnal fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινῶν — φθινοπωρινός autumnal fem gen pl φθινοπωρινός autumnal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινόν — φθινοπωρινός autumnal masc acc sg φθινοπωρινός autumnal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωριναῖς — φθινοπωρινός autumnal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωριναί — φθινοπωρινός autumnal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινοῖς — φθινοπωρινός autumnal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινοί — φθινοπωρινός autumnal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινοῦ — φθινοπωρινός autumnal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)